- αμορόζα
- η [αμορόζος]1. ερωμένη, φιλενάδα2. γυναίκα που συζεί παράνομα με κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. amoroso].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμορόζα — η (λ. ιταλ.), η αγαπητικιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακροδετώ — Ναυτ. προσδένω τις επάνω γωνίες τού ιστίου στα ακροκέραια, «δένω την αμορόζα». [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρόδετος. ΠΑΡ. νεοελλ. ακροδέτηαη] … Dictionary of Greek
αμορόζος — α, ο εραστής, αγαπητικός (για το θηλ. βλ. και αμορόζα). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. amoroso «ερωμένος, εραστής». ΠΑΡ. νεοελλ. αμορόζικος] … Dictionary of Greek
δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… … Dictionary of Greek
μορόζα — η ερωμένη, αγαπητικιά, φιλενάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμορόζα < ιταλ. amorosa (< ιταλ. amo «αγαπώ»)] … Dictionary of Greek